βάμβαξ
Смотреть что такое "βάμβαξ" в других словарях:
βαμβάκι — Πρόκειται για την κοινή ονομασία με την οποία είναι γνωστά τα είδη του γένους γοσύπιο (gosypium) της οικογένειας των μαλαχιδών ή μαλβιδών, καθώς και οι κλωστικές ίνες που προέρχονται από τα σπέρματά τους (παλαιότερα λεγόταν επίσης βαμπάκι και… … Dictionary of Greek
βαμβάκινος — η, ο (Μ βαμβάκινος, η, ον) νεοελλ. βαμβακερός μσν. βομβύκινος, μεταξωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με τη νεοελληνική της σημασία προέρχεται από το βάμβαξ ( άκι) και μαρτυρείται από το 1862 στο περιοδικό σύγγραμμα Πανδώρα, ενώ με τη μεσαιωνική της σημασία… … Dictionary of Greek
βαμβακέλαιο — το το λάδι που παράγεται από τους βαμβακόσπορους, μπαμπακόλαδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < βάμβαξ ( άκι) + έλαιο. Η λ. βαμβακέλαιο(ν) μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία] … Dictionary of Greek
βαμβακέμπορος — ο έμπορος βαμβακιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < βάμβαξ ( άκι) + έμπορος. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στο περιοδικό σύγγραμμα Ελληνική Γεωργία] … Dictionary of Greek
βαμβακοκάρυο — το το καρύδι του μπαμπακιού, το οποίο περιέχει τις ίνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < βάμβαξ ( άκι) + κάρυο. Ηλ., στον λόγιο τ. βαμβακοκάρυον, μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό του Άγγελου Βλάχου] … Dictionary of Greek
βαμβακοκλωστήριο — το κλωστήριο, νηματουργείο βάμβακος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βάμβαξ( άκι) + κλωστήριο. Η λ., στον λόγιο τ. βαμβακοκλωστήριον, μαρτυρείται από το 1887] … Dictionary of Greek
βαμβακοκομία — η η συστηματική καλλιέργεια του μπαμπακιού σύμφωνα με επιστημονικές μεθόδους. [ΕΤΥΜΟΛ. < βάμβαξ ( άκι) + κομία < κόμος < κομώ «φροντίζω, περιποιούμαι». Η λ. μαρτυρείται από το 1868 στον Ι. Σκαλτσούνη] … Dictionary of Greek
βαμβακοφυτεία — η φυτεία μπαμπακιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < βάμβαξ( άκι) + φυτεία. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό του Άγγελου Βλάχου] … Dictionary of Greek
λινοβάμβακος — και λινομπάμπακος, η, ο (Μ λινοβάμβακος, ον) 1. υφασμένος από ίνες λίνου και βαμβακιού 2. στον πληθ. οι λινοβάμβακοι κρυπτοχριστιανοί που εμφανίστηκαν στην Κύπρο τον 16ο αιώνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + βάμβαξ, ακος με αναβιβασμό τού τόνου (πρβλ.… … Dictionary of Greek
μαλλοβάμβακος — και μαλλομπάμπακος, η, ο κατασκευασμένος ή υφασμένος από μαλλί και βαμβάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαλλί + βάμβαξ, ακος] … Dictionary of Greek
μπαμπάκι — το 1. το βαμβάκι 2. (κατ επέκτ.) ό,τιδήποτε είναι λευκό και μαλακό σαν το βαμβάκι («τα μαλλιά του έγιναν μπαμπάκι») 4. φρ. α) «σέ σφάζει με το μπαμπάκι» λέγεται για εκείνους που προξενούν ζημιά χωρίς αυτή να γίνεται αντιληπτή αμέσως β) «μπαμπάκια … Dictionary of Greek